- φρουροῦν
- φρουρέωkeep watchpres part act masc voc sg (attic epic doric)φρουρέωkeep watchpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρούρουν — φρουρέω keep watch imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) φρουρέω keep watch imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
διπλοσκοπός — ο καθένας από τους δύο σκοπούς που φρουρούν μια θέση από τους οποίους ο ένας είναι κινητός κι ο άλλος ακίνητος … Dictionary of Greek
πανυφύλακες — οἱ, Α αυτοί που φρουρούν μέρα και νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. πάνυ + φύλακες] … Dictionary of Greek
φρουρώ — φρουρῶ, έω, ΝΜΑ [φρουρός] 1. (αμτβ.) είμαι φρουρός («ἐν Ἐλεφαντίνῃ Πέρσαι φρουρέουσι», Ηρόδ.) 2. (μτβ.) φυλάσσω, υπερασπίζω, προστατεύω κάποιον ή κάτι (α. «ισχυρές δυνάμεις αστυνομικών φρουρούν τις ξένες πρεσβείες» β. «τὴν... Ποτίδαιαν...… … Dictionary of Greek
Βάσκοι — Λαός εγκατεστημένος στις δύο υπώρειες των δυτικών Πυρηναίων, με εθνικά και προπάντων γλωσσικά χαρακτηριστικά που τον κάνουν να διαφέρει πολύ από τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Η γλώσσα, διαφορετική στη δομή της από τις γειτονικές (παρατηρούνται… … Dictionary of Greek
διπλοσκοπός — ο ο καθένας από τους δύο σκοπούς που φρουρούν στο ίδιο μέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρουρώ — φρούρησα, φρουρήθηκα, φρουρημένος 1. μτβ., φυλάγω ως φρουρός, είμαι φρουρός, φυλάω. 2. είμαι ή φυλάω βάρδια, φυλάω «σκοπός», βιγλίζω, φυλάω καραούλι. 3. φυλάγω, υπερασπίζω κάτι, φροντίζω για την ασφάλειά του: Φρουρούν τα σύνορα. 4. φυλάγω κάτι να … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)